ὀστρακώδη

ὀστρακώδη
ὀστρακώδης
like an earthen pot
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ὀστρακώδης
like an earthen pot
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ὀστρακώδης
like an earthen pot
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλαιοντολογία — Η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα υπολείμματα ή τα ίχνη των οργανισμών που έζησαν στη Γη κατά τους διάφορους γεωλογικούς αιώνες. Ιστορικά στοιχεία. Αν και η π. καθιερώθηκε ως επιστήμη μόνο κατά στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… …   Dictionary of Greek

  • λιθοδόμος — (Lithodomus). Γένος διθύρων μαλακίων της οικογένειας των μυτιλιδών. Είναι γνωστό και με την ονομασία Lithophagus, καθώς και με την κοινή ονομασία χουρμάς της θάλασσας. Το σώμα του έχει μήκος 4 8 εκ. και περικλείεται σε δύο όμοια οστρακώδη… …   Dictionary of Greek

  • μυοδόκωπα — τα ζωολ. υπόταξη τών οστρακωδών εντομοστράκων που περιλαμβάνει διάφορα καρκινοειδή τα οποία είναι τα μεγαλύτερα οστρακώδη και ζουν κυρίως στη θάλασσα, με χαρακτηριστικό γένος τους το cypridina …   Dictionary of Greek

  • μύρηξ — (murex). Γένος θαλάσσιων γαστερόποδων της οικογένειας των μυρηκιδών της τάξης των μονωτοκαρδίων, που ονομάστηκαν έτσι επειδή η καρδιά τους έχει μία μόνο κοιλία. Ο σπλαγχνικός θύλακος του μ. περιέχεται σ’ ένα στροβιλοειδές όστρακο, εφοδιασμένο με… …   Dictionary of Greek

  • οστρακοειδής — ές (Μ ὀστρακοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με όστρακο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οστρακοειδή ζωολ. τα οστρακώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • οστρακώδης — ες (ΑΜ ὀστρακώδης, ῶδες) [όστρακον] 1. αυτός που μοιάζει με όστρακο, οστρακοειδής 2. αυτός που αποτελείται από όστρακο, οστράκινος («δέρμα μαλακὸν καὶ μὴ ὀστρακῶδες, ὥσπερ τῆς χελώνης», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οστρακώδη (ζωολ …   Dictionary of Greek

  • οφιουροειδή — Ομοταξία εχινοδέρμων με αστεροειδές σώμα. Διακρίνονται από τους θαλάσσιους αστερίες γιατί οι βραχίονές τους –συνήθως πέντε– είναι κυλινδρικοί, λεπτοί, πολύ ευκίνητοι και μερικές φορές αρκετά διακλαδισμένοι και διακρίνονται καθαρά από τον κεντρικό …   Dictionary of Greek

  • παλαιογενές σύστημα — Το πρώτο σύστημα του καινοζωικού αιώνα, που αντιστοιχεί στην πρώτη περίοδο της γεωλογικής ιστορίας της Γης κατά τον αιώνα αυτόν. Το π.σ. ακολουθεί το κρητιδικό και προηγείται του νεογενούς συστήματος. Ο όρος π.σ. καθιερώθηκε ύστερα από πρόταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”